- αλεγκρέτο
- υποκοριστικό τού επιθέτου allegroόρος που χρησιμοποιείται μόνο στη μουσική (Μουσ.)ένδειξη ρυθμικής αγωγής ή «τέμπο» που συνήθως σημαίνει κάπως λιγότερο γρήγορα και ίσως πιο ανάλαφρα από το αλέγκρο μεταξύ ανταντίνο και αλέγκρο.
Dictionary of Greek. 2013.